ἐμπνέοντας

ἐμπνέοντας
ἐμπνέω
blow
pres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)
ἐμπνέω
blow
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • надъменѣ — (1*) нар. Высокомерно, надменно: вижю… одношѣ стр(с)тьии надъменѣ. глѹмѧще же сѧ. (ἐμπνεόντας) ПНЧ XIV, 125б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

  • Βουλαία — Λατρευτική επίκληση της θεάς Αθηνάς από τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι απέδιδαν στη θεά πολλές φροντίδες με ανάλογες σε αυτές ονομασίες. Μία ακόμη ιδιότητα ήταν και της Β., που φρόντιζε και προστάτευε τη βουλή της πόλης εμπνέοντας ρήτορες και… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”